φυλαρχῶν

φυλαρχῶν
φυλάρχης
masc gen pl
φῡλαρχῶν , φυλαρχέω
to be
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Φυλάρχων — Φύλαρχος chief officer of a masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλάρχων — φύλαρχος chief officer of a masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Αμενιρίτις — (8ος αι. π.Χ.).Κόρη του φαραώ της Αιγύπτου Καστό και αδελφή του Σαβάκωνα. Αμέσως μετά τονθάνατο του πατέρα της (715 π.Χ.) ανακηρύχθηκε αντιβασίλισσα των Θηβών και ο αδελφός της με πολυάριθμο στρατό εκστράτευσε κατά των ηγεμόνων και των φυλάρχων… …   Dictionary of Greek

  • Πάργα — Ιστορική μικρή πόλη της Ηπείρου στο νομό Πρεβέζης, στην ακτή του Ιονίου. Γραφική, με κατάλοιπα της πλούσιας ιστορίας της, αποτελεί αξιόλογο τουριστικό κέντρο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου στον οποίο υπάγονται οι κοινότητες Αγιάς, Ανθούσης και… …   Dictionary of Greek

  • Ταράσκα — (Taraska). Αρχαίος μεξικανικός λαός, στην πολιτεία Μιτσοακάν, ο οποίος αριθμεί περίπου 300.000 άτομα. Έχουν δική τους γλώσσα και ασχολούνται με το κυνήγι και το ψάρεμα. Τα όπλα τους είναι το ρόπαλο, τα τόξα και τα βέλη. Οι άνδρες είναι εντελώς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”